- αδιάθλαστος
- ος , ον физ. непреломляемый (о лучах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδιάθλαστος — η, ο [διαθλώ] (συνήθως για τις ακτίνες τού φωτός) αυτός που δεν διαθλάται … Dictionary of Greek
αδιάθλαστος — η, ο (φυσ.), αυτός που δε διαθλάται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)